- πράγματ'
- πρά̱γματα , πρᾶγμαdeedneut nom/voc/acc plπρά̱γματι , πρᾶγμαdeedneut dat sgπρά̱γματε , πρᾶγμαdeedneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Thales de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français
Thalos de milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français
Thalès de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français
Thalês — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français
Θαλης — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français
ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος … Dictionary of Greek
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
οδοντάς — ὀδοντᾱς, ὁ (Μ) οδοντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πραγματ άς)] … Dictionary of Greek
σπουδαρχίας — ὁ, Α σπουδάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + επίθημα ίας (πρβλ. πραγματ ίας)] … Dictionary of Greek